- ευπρόσφορος
- εὐπρόσφορος, -ον (ΑΜ)μσν.πρόσφορος, κατάλληλοςαρχ.1. αυτός που μιλάει εύκολα, που χρησιμοποιεί άνετα τη γλώσσα («εὐπρόσφορος ἐν τῇ Ρωμαίων φωνῇ»)2. (για τροφή) εύκολος στην αφομοίωση, θρεπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρόσ-φορος (< προσ-φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.